έκαστος

έκαστος
[экастос] εκ. каждый, всякий.εκ.τό [экато] αριθμ. сто.εκ.τομμύριο [экатомирио] ουσ. о. миллион.εκ.τομμυριούχος [экагомириухос] ουσ. а. миллионерεκ.τοστάρι [экатостари] αριθμ. сто драхмεκ.ιάζω [эквиазо] р. заставлять, вынуждать, шантажировать,εκ.ιασμός [эквиазмос] ουσ. а. принуждение, шантаж,εκ.ιαστής [эквиастис] ουσ. а вымогатель, шантажист,εκ.ιαστικός [эквиастикос] εκ. вымогательский,εκ.ηλώνω [экдилоно] р. проявлять, выказывать,εκ.ήλωση [экдилоси] ουσ. Θ. проявление, выказывание,εκ.ηλωτικός [экдилотикос] εκ. выразительный,εκ.ικάζω [экдиказо] р. выносить решение, присуждатьεκ.ίκαση [экдикаси] ουσ. Θ. вынесение решения, присуждение.εκ.ίκηση [экдикиси] ουσ Θ. мщение, месть.εκ.ικούμαι [экдикчмз] р. мститьεκ.ιώκω [экдиоко] р. изгонять, высылать.εκ.ίωξη [экдиокси] ουσ. Θ. изгнание, высылка,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "έκαστος" в других словарях:

  • ἕκαστος — each masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκαστος — η, ο (AM ἕκαστος, η, ον) (επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο) 1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας 2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι όλοι και ένας ένας χωριστά β) «καθ εκάστην» (ενν. ημέρα) καθημερινά γ) «τα καθ έκαστο» ή «τα καθ έκαστα» οι… …   Dictionary of Greek

  • Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἑκαστοτέρω — ἕκαστος each masc/neut nom/voc/acc comp dual ἕκαστος each masc/neut gen comp sg (doric aeolic) ἑκάς afar comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστω — ἕκαστος each masc/neut nom/voc/acc dual ἕκαστος each masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστων — ἕκαστος each fem gen pl ἕκαστος each masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστως — ἕκαστος each adverbial ἕκαστος each masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκαστον — ἕκαστος each masc acc sg ἕκαστος each neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάσταις — ἕκαστος each fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάσταισι — ἕκαστος each fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστη — ἕκαστος each fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»